- αντρολόι
- κ. -λόγι, τοπλήθος ανδρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντρολόι — το γιού, πολλοί άντρες μαζεμένοι: Το αντρολόι στην πλατεία του χωριού συζητούσε όσα έγιναν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)